μονότροχος

μονότροχος
μονό-τροχος, ,
A wheelbarrow, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονότροχος — η, ο (Α μονότροχος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει έναν μόνο τροχό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονότροχος (γλώσσ.) άμαξα με έναν τροχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροχός] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”